- φατνώ
- -όω, ΜΑβλ. φατνώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φατνώνω — φατνῶ, όω, ΝΜΑ [φάτνη] στεγάζω με φατνωτή οροφή νεοελλ. κατασκευάζω φατνώματα … Dictionary of Greek
φάτνωμα — το, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] 1. καθένα από τα κοίλα ορθογώνια που σχηματίζονται στην οροφή από την διασταύρωση τών δοκών της 2. η ανάγλυφη πλάκα που καλύπτει τα κοίλα τετράγωνα τής οροφής («τό τε ὀρόφωμα ποιῆσαι ἐκ φατνωμάτων χρυσοῡν», Ευσ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
φάτνωση — η / φάτνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φατνώνω νεοελλ. αρχιτ. διακόσμηση οροφής με φατνώματα … Dictionary of Greek
φατνωτός — ή, ό / φατνωτός, ή, όν, ΝΜΑ [φατνῶ / ώνω] διακοσμημένος με φατνώματα … Dictionary of Greek